- οἰοπέδη
- οἰο-πέδη, ἡ, perh. (from οἶς) aA woollen bandage for sore feet, AP7.401 (Crin.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οιοπέδη — οἰοπέδη, ἡ (Α) είδος μάλλινου επιδέσμου που χρησιμοποιούνταν, κυρίως, για τα τραύματα τών ποδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ὄις / οἶς, οἰός «πρόβατο» + πέδη «δεσμός» (πρβλ. τροχο πέδη)] … Dictionary of Greek
οἰοπέδην — οἰοπέδη woollen bandage for sore feet fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)